Skip to main content

Διαταραχές άρθρωσης και φωνολογίας

Αν και το γεγονός αυτό είναι συνήθως μέρος της ανάπτυξης του λόγου κάποια παιδιά δυσκολεύονται περοσσότερο από τους συνομηλικούς τους να το ξεπεράσουν.

H αρθρωτική διαταραχή σχετίζεται με τη δυσκολία παραγωγής μεμονομένων ήχων μετά το πέρας της ηλικίας κατάκτησης των συγκεκριμένων φωνημάτων. Η δυσκολία αυτή μπορεί να οφείλεται σε αδυναμία παραγωγής των φωνημάτων χρησιμοποιώντας τα όργανα της άρθρωσης ή σε προβήματα στη δομή των οργάνων της άρθρωσης. Ο λογοθεραπευτής αφού πραγματοποιήσει την αξιολόγηση της άρθρωσης με τη χρήση δοκιμασιών αξιολόγησης εξετάζει επιπλέον και τη δομή και τη λειτουργία των οργάνων της άρθρωσης (γλώσσα, χείλη , δόντια, υπερώα) πραγματοποιώντας στοματοπροσωπικό έλεγχο. Στη συνέχεια αναπτύσσει εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο στοχεύοντας το παιδί να παράγει το επιθυμητό φώνημα πραγματοποιώντας τις κατάλληλες κινήσεις. Σταδιακά το παιδί μαθαίνει να παράγει το συγκεκριμένο φώνημα σε λέξεις , σε φράσεις, σε προτάσεις και στη συνέχεια να γενικέυσει την ορθή παραγωγή του φωνήματος στον αυθόρμητο λόγο και στην καθημερινότητα.

Η φωνολογική διαταραχή αφορά προβλεπόμενα λάθη που επηρεάζουν συνήθως παραπάνω φωνήματα και μια ομάδα ήχων δεν έχει κατακτηθεί σωστά. Για παράδειγμα μπορεί το παιδί να αντικαθιστά το φώνημα /σ/ με το φώνημα /θ/ και να λέει “θήκω” αντί για “θήκω” ή “δάρι” αντί για “ζάρι”. Κατά την τυπική ανάπτυξη τα παιδιά απλοποιούν την ομιλία τους με διάφορους τρόπους καθώς μαθαίνουν να μιλούν.

Στη φωνολογική διαταραχή δεν υπάρχει κάποιο ανατομικό ή νευρολογικό πρόβλημα. Ο ρόλος του λογοθεραπευτή είναι να καταγράψει με λεπτομέρεια τους ήχους που παράγει το παιδί και να κρίνει αν οι απλοποιήσεις που πραγματοποιεί το παιδί συμβαδίζουν με την τυπική ανάπτυξη. Εάν επιμένουν πέρα από την αναμενόμενη ηλικία τότε κρίνεται σκόπιμη η λογοθεραπευτική παρέμβαση.