Υπάρχουν πολλές καταστάσεις, οι οποίες χρήζουν θεραπευτικής αξιολόγησης και παρέμβασης. Ορισμένες αφορούν το παιδί και άλλες ολόκληρο το οικογενειακό πλαίσιο και το περιβάλλον γύρω από αυτό. Η επιστημονική και αξιόπιστη αντιμετώπιση είναι απαραίτητη για την διαχείριση και επίλυση κάθε δυσκολίας, καθώς και για την διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού δικτύου γύρω από το παιδί και την οικογένειά του.
Συχνές Παθολογικές Καταστάσεις & Παθήσεις που Αντιμετωπίζουμε
Εγκεφαλική παράλυση
Η εγκεφαλική παράλυση (ΕΠ) περιγράφει μια ομάδα μόνιμων διαταραχών στην ανάπτυξη της κίνησης και της στάσης, που προκαλούν περιορισμό στη δραστηριότητα και οφείλονται σε μη εξελισσόμενες βλάβες που συνέβησαν στον αναπτυσσόμενο εμβρυικό ή βρεφικό εγκέφαλο. Οι κινητικές διαταραχές της εγκεφαλικής παράλυσης συχνά συνοδεύονται από διαταραχές στην αίσθηση, την αντίληψη, τη γνωστική λειτουργία, την επικοινωνία και τη συμπεριφορά· από επιληψία· και από δευτερογενή μυοσκελετικά προβλήματα. Ο χαρακτηρισμός της ως «μόνιμη» διαταραχή υποδηλώνει ότι πρόκειται για μια κατάσταση μη αναστρέψιμη — δεν υποχωρεί, αλλά ούτε και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε επίπεδο της αρχικής εγκεφαλικής βλάβης. Ωστόσο, αυτό το σημείο χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή: παρόλο που η εγκεφαλική βλάβη είναι μόνιμη, η κλινική εικόνα του βρέφους ή του παιδιού μπορεί να μεταβάλλεται — και σε πολλές περιπτώσεις να βελτιώνεται σημαντικά – κυρίως λόγω της δυνατότητας του εγκεφάλου να αλλάζει και να προσαρμόζεται, δημιουργώντας νέες συνάψεις, ενδυναμώνοντας τις υπάρχουσες και αναδιοργανώνοντας λειτουργικές περιοχές του (νευροπλαστικότητα). Εδώ είναι που αναδεικνύεται η σημαντικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης και της συνεχούς φροντίδας, οι οποίες είναι καθοριστικές για τη λειτουργική πρόοδο και την ποιότητα ζωής του παιδιού με ΕΠ, καθ’ όλη τη διάρκεια της αναπτυξιακής του πορείας.
Διαταραχή αυτιστικού φάσματος
Η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) {Autistic Spectrum Disorder (ASD)} είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την επικοινωνία, την κοινωνική αλληλεπίδραση και τη συμπεριφορά. Η ΔΑΦ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων και επιπέδων λειτουργικότητας, από ήπιες μορφές έως πιο σοβαρές, και μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Τα άτομα με ΔΑΦ μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν κοινωνικά σήματα, να δημιουργήσουν φιλίες ή να ανταποκριθούν κατάλληλα στις συναισθηματικές εκφράσεις των άλλων (American Psychiatric Association, 2013).
Η διαταραχή συνήθως αναγνωρίζεται στην παιδική ηλικία, συχνά πριν τα τρία χρόνια, αν και τα συμπτώματα μπορεί να γίνουν πιο εμφανή καθώς το παιδί μεγαλώνει. Κάποια κοινά σημεία περιλαμβάνουν την καθυστέρηση στην ομιλία, την επαναληπτική συμπεριφορά, την έντονη προσκόλληση σε ρουτίνες και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες σε αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως ήχους, φώτα ή υφές.
Η αιτιολογία της ΔΑΦ δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά θεωρείται ότι προκύπτει από έναν συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι κρίσιμες για τη βελτίωση των προοπτικών των ατόμων με ΔΑΦ. Οι θεραπείες περιλαμβάνουν εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, λογοθεραπεία, εργοθεραπεία, συμπεριφορική θεραπεία και ψυχοθεραπεία, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να αναπτύξουν δεξιότητες και να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους.
Νευρομυϊκές παθήσεις
Πρόκειται για μία μεγάλη κατηγορία νοσημάτων στα οποία πλήττεται το μυϊκό και νευρικό σύστημα των ασθενών, οδηγώντας σε σημαντικές σωματικές δυσκολίες. Τα νευρομυϊκά νοσήματα προέρχονται από γονιδιακές μεταλλάξεις, οι οποίες κληρονομούνται από τους γονείς στα παιδιά, ή σπανιότερα από τυχαίες μεταλλάξεις. Κάθε νόσημα έχει διαφορετικό τρόπο εμφάνισης και διαφορετική πορεία στην εξέλιξή του. Η ηλικία εμφάνισης επίσης διαφέρει ανά νόσημα καθώς και η σοβαρότητα.
Σε γενικές γραμμές τα συμπτώματα μιας νευρομυϊκής νόσου, συχνά μπορεί να εμφανιστούν κατά την βρεφική ηλικία ή την παιδική, ακόμα και κατά την ενήλικη ζωή. Αυτά συνήθως περιλαμβάνουν μυϊκή αδυναμία και έκπτωση σε κινητικές λειτουργίες, όπως βάδιση, ισορροπία, ανέβασμα σκάλας, διατήρηση καθιστής θέσης κλπ, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν προβλήματα σε άλλα συστήματα, όπως το αναπνευστικό. Δεν είναι σπάνιο, με το πέρασμα του χρόνου τα συμπτώματα να γίνονται εντονότερα και η πορεία της κατάστασης των ασθενών να είναι φθίνουσα. Η διάγνωση αυτών των νοσημάτων γίνεται με σειρά ιατρικών εξετάσεων (π.χ. γονιδιακός έλεγχος, ηλεκτρομυογράφημα), μετά την παρατήρηση των πρώτων κιόλας ύποπτων ενδείξεων.
Τα παιδιά με νευρομυϊκά νοσήματα είναι σημαντικό να διαγιγνώσκονται εγκαίρως και να ξεκινούν το συντομότερα δυνατό θεραπευτικές και ιατρικές παρεμβάσεις. Τα κινητικά ελλείμματα αντιμετωπίζονται με τακτική και εξειδικευμένη παιδιατρική φυσικοθεραπεία, όπως επίσης και τα αναπνευστικά προβλήματα, με αντίστοιχα εξειδικευμένο πρόγραμμα αναπνευστικής φυσικοθεραπείας. Ενδέχεται να χρειαστεί εργοθεραπευτική παρέμβαση για την διαχείριση των δυσκολιών λεπτής κινητικότητας και δραστηριοτήτων καθημερινή ζωής, ή και λογοθεραπεία για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στην άρθρωση ή την σίτιση.
Οι κυριότεροι τύποι νευρομυϊκών παθήσεων είναι οι εξής:
- Μυικές δυστροφίες (π.χ. Μυϊκή Δυστροφία Duchenne (DMD), Μυϊκή Δυστροφία Becker (BMD), Μυοτονική Δυστροφία τύπου 1 & 2)
- Μυοπάθειες (π.χ. Συγγενείς μυοπάθειες, Ασθένεια Pompe)
- Παθήσεις κινητικού νευρώνα (π.χ. Νωτιαία Μυϊκή Ατροφία (SMA), Πλάγια Μυατροφική Σκλήρυνση (ALS))
- Μιτοχονδριακές παθήσεις
- Παθήσεις καναλιών ιόντων
- Μυασθένειες (π.χ. Μυασθένεια Gravis (MG))
- Παθήσεις Περιφερικών Νεύρων (π.χ. Charcot-Marie-Tooth (CMT))
- Άλλες Νευρομυϊκές Παθήσεις (π.χ. Σύνδρομο Guillain Barre)
Γενετικά Σύνδρομα
Πρόκειται για καταστάσεις στις οποίες ένα ή περισσότερα γονίδια, μέρος ενός χρωμοσώματος ή ακόμα και ένα ολόκληρο χρωμόσωμα παρουσιάζουν μία γενετική βλάβη, δηλαδή λείπουν ή εμφανίζονται συχνότερα από το τυπικό (γονιδιακές μεταλλάξεις). Τέτοιες αλλαγές στο ανθρώπινο γονιδίωμα μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχές των λειτουργειών του ανθρώπινου οργανισμού (π.χ. διαταραχή σύνθεσης πρωτεϊνών) και αυτές με τη σειρά τους να προκαλέσουν αντιληπτική ή/και κινητική βλάβη στο άτομο.
Στις περιπτώσεις κινητικής δυσκολίας λόγω γενετικού συνδρόμου, η φυσικοθεραπεία στοχεύει συχνότερα στην απόκτηση κινητικών δεξιοτήτων και την κατάκτηση των κινητικών οροσήμων αναλογικά με την ηλικία (π.χ. βάδιση, ανέβασμα/κατέβασμα σκάλας). Ταυτόχρονα, μέσα από δραστηριότητες ψυχοκινητικού χαρακτήρα, στοχεύει στην ενίσχυση των αντιληπτικών ικανοτήτων. Ο παιδιατρικός φυσικοθεραπευτής παρακολουθεί στενά την ανάπτυξη του παιδιού και φροντίζει για την διατήρηση των σωματικών δομών και λειτουργειών του, καθώς και για τον έγκαιρο εντοπισμό μυοσκελετικών παραμορφώσεων (π.χ. σκολίωση, ανισοσκελία). Παράλληλα, η λογοθεραπεία φροντίζει για την ανάπτυξη μορφών επικοινωνίας των παιδιών με γενετικά σύνδρομα, με λεκτικό ή μη λεκτικό τρόπο (εναλλακτικά συστήματα επικοινωνίας), ενώ επίσης εξασφαλίζει την αποτελεσματική και ασφαλή σίτιση των παιδιών με δυσκολίες στην κατάποση. Η εργοθεραπεία αναλαμβάνει την κατάκτηση αυτονομίας στην καθημερινότητα του παιδιού, μέσα από κατάλληλες περιβαλλοντικές προσαρμογές, εκπαίδευση δραστηριοτήτων καθημερινής ζωής και τρόπων αυτορρύθμισης, ιδίως για τα παιδιά με νοητική στέρηση.
Διαταραχές Σίτισης
Τι είναι η Παιδιατρική Διαταραχή Σίτισης;
Παιδιατρική Διαταραχή Σίτισης (ΠΔΣ) ορίζεται ως η «περιορισμένη από του στόματος πρόσληψη τροφής που δεν είναι ανάλογη με την ηλικία του παιδιού και σχετίζεται με ιατρική, διατροφική, σιτιστική ικανότητα ή/και ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία» (Goday et al., 2019).
Ποια είναι τα σημάδια της Παιδιατρικής Διαταραχής Σίτισης ανά τομέα;
Ιατρικές Διαταραχές
- Επίπονη αναπνοή πριν, μετά ή κατά τη διάρκεια της σίτισης/πόσης
- Αλλαγές στο χρώμα των χειλιών ή του προσώπου κατά τη διάρκεια της σίτισης/πόσης
- Εφίδρωση κατά τη διάρκεια της σίτισης/πόσης
- Παραγωγή λαρυγγικών ήχων πριν, μετά ή κατά τη διάρκεια της σίτισης/ πόσης
- Επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος
- Κλάμα, βήχας, έκταση και δυσκαμψία σώματος, γκριμάτσες προσώπου κατά τη διάρκεια της σίτισης/ πόσης
- Τροφικές αλλεργίες
- Εμετός πριν, μετά ή κατά τη διάρκεια της σίτισης/πόσης
- Περιορισμένη ένδειξη πείνας
- Δυσφορία κατά τη διάρκεια της σίτισης/πόσης
Διατροφικές διαταραχές
- Δυσκολία στη λήψη επαρκούς ποσότητας τροφής ή υγρών προκειμένου να αναπτύσσεται ή να ενυδατώνεται
- Ανεπαρκής ή ραγδαία αλλαγή στο βάρος ή το ύψος
- Έλλειψη θρεπτικών συστατικών
- Ανάγκη λήψης συμπληρωμάτων διατροφής
- Περιορισμένο διατροφικό ρεπερτόριο
- Λίγα ή καθόλου φρούτα ή λαχανικά
- Περιορισμένες ή καθόλου πηγές πρωτεΐνης
- Λήψη μόνο συγκεκριμένων τροφών
- Ανάγκη τοποθέτησης καθετήρα σίτισης
- Δυσκοιλιότητα
Διαταραχές ικανοτήτων σίτισης
- Επίπονη, θορυβώδεις ή κοφτή αναπνοή
- Βήχας, πνιγμονή, τάση για εμετό
- Υγρή αναπνοή
- Ηχηρές και/ή επίπονες καταπόσεις
- Δυσκολία στη λήψη επαρκούς ποσότητας τροφής και υγρών για τη βέλτιστη ανάπτυξη
- Πολύ σύντομα γεύματα
- Μεγάλης διάρκειας γεύματα (> 30 λεπτά)
- Ανάγκη για τοποθέτηση πηκτικού μέσου στα υγρά
- Ανάγκη για λήψη συγκεκριμένων συστάσεων τροφής
- Ανάγκη συγκεκριμένων στρατηγικών, τοποθέτησης σώματος ή εξοπλισμού σίτισης
Α. Διαταραχές ικανοτήτων σίτισης σε βρέφη (< 12 μηνών)
- Δυσκολία να πιάσει τη θηλή στο στήθος ή το μπουκάλι χωρίς βοήθεια
- Αδύναμη απομύζηση
- Ανάγκη για έλεγχο του ρυθμού, της ροής ή των διαλειμμάτων ξεκούρασης
- Ανάγκη ειδικού εξοπλισμού σίτισης (π.χ. ειδικά μπιμπερό, ειδικές θηλές)
- Συχνά πολύ κουρασμένο ή ληθαργικό κατά τη διάρκεια της σίτισης
- Τα γεύματα με το μπουκάλι ή το στήθος επιτυγχάνονται καλύτερα όταν κοιμάται
- Δυσκολία να αποκοπεί από το στήθος ή το μπουκάλι
Β. Διαταραχές ικανοτήτων σίτισης σε παιδιά (≥ 12 μηνών)
- Τσιμπολόγημα μεταξύ των προγραμματισμένων γευμάτων
- Άρνηση λήψης τροφής ή υγρών
- Λήψη συγκεκριμένων συστάσεων τροφής
- Ανάγκη να απασχολείται με οθόνη κατά τη διάρκεια της σίτισης
- Ανάγκη συνεχών επαίνων, απειλών ή δωροδοκιών προκειμένου να φάει
- Δυσκολία να μασήσει τις κατάλληλες για την ηλικία του τροφές
- Δυσκολία να φάει σε νέες ή μη οικείες συνθήκες
Ψυχοκοινωνικές διαταραχές
- Δυσκολία να έρθει ή να μείνει με την οικογένειά του κατά τα γεύματα
- Άρνηση να φάει αυτό που του προσφέρεται
- Διασπαστική συμπεριφορά κατά τη σίτιση
- Δυσκολία να φάει με άλλους που παρευρίσκονται στα γεύματα
- Εκδήλωση άγχους, ανησυχίας ή φόβου από το παιδί κατά τη διάρκεια των γευμάτων
- Εκδήλωση άγχους, ανησυχίας ή φόβου από το γονέα/ φροντιστή όταν ταΐζει το παιδί
- Παρουσίαση δωροδοκιών ή απειλών κατά τα γεύματα
- Ανάγκη για περισπασμούς ή/ και επαίνους προκειμένου να φάει
- Δυσάρεστη αλληλεπίδραση του γονέα/ φροντιστή με το παιδί κατά τη διάρκεια των γευμάτων
Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητα
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) {Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD)} είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την προσοχή, την αυτορρύθμιση και τη συμπεριφορά. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ περιλαμβάνουν δυσκολία στην εστίαση της προσοχής, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Η διαταραχή εμφανίζεται συνήθως στην παιδική ηλικία, με τα πρώτα συμπτώματα να αναγνωρίζονται συχνά πριν από την ηλικία των 12 ετών. Ωστόσο, η ΔΕΠ-Υ μπορεί να συνεχίσει να επηρεάζει το άτομο και στην ενήλικη ζωή (American Psychiatric Association, 2013).
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ μπορεί να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στο σχολείο, να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους ή να ακολουθήσουν οδηγίες. Συχνά παρουσιάζουν υπερβολική κινητικότητα, όπως το να κινούνται συνεχώς ή να μην μπορούν να καθίσουν ήσυχα. Παρορμητικότητα μπορεί να εκδηλωθεί με διακοπή των άλλων ή με δυσκολία στην αναμονή της σειράς τους. Αυτά τα συμπτώματα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, τις κοινωνικές σχέσεις και την αυτοεκτίμηση του ατόμου.
Η αιτιολογία της ΔΕΠ-Υ είναι πολυπαραγοντική, με τους γενετικούς παράγοντες να παίζουν σημαντικό ρόλο. Παράγοντες όπως η πρόωρη γέννηση ή η έκθεση σε τοξικές ουσίες κατά την εγκυμοσύνη μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής. Η διάγνωση γίνεται μέσω κλινικής αξιολόγησης, συνήθως από ψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο, βασιζόμενη στα συμπτώματα και στο ιστορικό του ατόμου (NHS, 2024). Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις της ΔΕΠ-Υ περιλαμβάνει συνήθως έναν συνδυασμό εκπαιδευτικών και θεραπευτικών προσεγγίσεων, εργοθεραπεία, ψυχο-εκπαίδευση, προγράμματα κοινωνικών δεξιοτήτων, κ.α.. Με την κατάλληλη υποστήριξη, τα άτομα με ΔΕΠ-Υ μπορούν να διαχειριστούν τα συμπτώματα και να επιτύχουν στους στόχους τους.
Νεογνική Πάρεση του Βραχιόνιου Πλέγματος
Η Νεογνική Πάρεση του Βραχιόνιου πλέγματος, γνωστή και ως Μαιευτική Παράλυση, είναι μια νευρολογική διαταραχή περιφερικού τύπου, που παρατηρείται συχνά μετά από δύσκολο τοκετό, ιδιαίτερα όταν υπάρχει δυστοκία ώμων ή χρήση μαιευτικών εργαλείων. Προκαλείται από κάκωση των νεύρων του βραχιόνιου πλέγματος (C5–T1), τα οποία ελέγχουν την κίνηση και την αισθητικότητα του άνω άκρου. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν αδυναμία του πάσχοντος χεριού, απουσία ή μείωση αντανακλαστικών και ασύμμετρη στάση των άκρων. Η σοβαρότητα ποικίλλει από πολύ ήπια διαταραχή (ακόμα και με αυτόματη αποκατάσταση), έως και πλήρη παράλυση του άνω άκρου.
Η εξέλιξη της πάθησης εξαρτάται από τον βαθμό της νευρικής βλάβης. Σε αρκετές περιπτώσεις, η λειτουργία του άκρου αποκαθίσταται με την πάροδο των πρώτων μηνών της ζωής, ωστόσο σε άλλες απαιτείται μακροχρόνια παρακολούθηση και παρέμβαση. Ο ρόλος της παιδιατρικής φυσικοθεραπείας είναι κρίσιμος για την αποκατάσταση της κινητικότητας και την πρόληψη παραμορφώσεων ή μόνιμων περιορισμών. Μέσω εξατομικευμένων ασκήσεων ενδυνάμωσης, κινητοποίησης και αισθητικοκινητικής επανεκπαίδευσης, η φυσικοθεραπεία συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της πορείας των συμπτωμάτων και επομένως στην καλύτερη ποιότητα ζωής των παιδιών.
Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, κακώσεις νωτιαίου μυελού.
Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις αφορούν τραυματισμούς της κεφαλής, από ήπιους έως πολύ σοβαρούς, με ενδεχόμενες συνέπειες για τις κινητικές, γνωστικές και αντιληπτικές λειτουργίες του παιδιού. Στις μικρότερες ηλικίες, η συχνότερη αιτία τραυματισμού της κεφαλής είναι η πτώση από ύψος, ενώ στην εφηβεία τα τροχαία και οι αθλητικοί τραυματισμοί. Η σωματική διάπλαση των παιδιών, με μέγεθος και βάρος κεφαλιού δυσανάλογα μεγάλο με το υπόλοιπο σώμα, τα κάνει ιδιαίτερα επιρρεπή στα χτυπήματα κατά τις πτώσεις. Κάθε κρανιοεγκεφαλική κάκωση εκθέτει το παιδί σε κίνδυνο τραυματισμού των δομών του εγκεφάλου και πιθανών στην εμφάνιση νευρολογικών συμπτωμάτων. Τέτοια συμπτώματα, τα οποία χρήζουν φυσικοθεραπευτικής παρέμβασης, είναι κινητικά ελλείμματα σε άνω, κάτω άκρα, κορμό και κεφαλή, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές στην ομιλία, στη σίτιση, στο συντονισμού ή και στον έλεγχο των σφιγκτήρων μυών που να απαιτούν παράλληλα λογοθεραπευτική και εργοθεραπευτική παρέμβαση. Συνηθισμένες κλινικές εικόνες αυτών των βλαβών είναι η ημιπληγία και η τετραπληγία, που μπορεί να χαρακτηρίζονται από σπαστικότητα, υποτονία, δυστονία, κλώνο, παθολογικά αντανακλαστικά κ.ά.
Εκτός από των εγκέφαλο, το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου περιλαμβάνει και τον νωτιαίο μυελό. Διάφοροι μηχανισμοί κάκωσης του νωτιαίου μυελού μπορεί να οδηγήσουν σε κινητικά ελλείμματα, από το επίπεδο της βλάβης και κάτω. Για παράδειγμα μια βλάβη στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης , μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση κάτω άκρων (παραπληγία), ενώ μια βλάβη στην αυχενική μοίρα μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση των τεσσάρων άκρων και του κορμού (τετραπληγία). Οι συνέπειες τέτοιων βλαβών μπορεί να μοιάζουν αρκετά με αυτές των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και να απαιτούν αντίστοιχες μορφές παρέμβασης.
Μία ιδιαίτερη περίπτωση βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, είναι αυτές που συμβαίνουν από την εμφάνιση κάποιου όγκου (καλοήθης ή κακοήθης) σε οποιοδήποτε σημείο του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού. Η ίδια η ύπαρξη του όγκου ή ένα χειρουργείο αφαίρεσης μπορεί να προκαλέσει νευρολογική βλάβη, που θα οδηγήσει σε συμπτώματα αντίστοιχα με αυτά των κρανιοεγκαφαλικών κακώσεων και κακώσεων του νωτιαίου μυελού.
Μυοσκελετικές παθήσεις & διαταραχές στάσης και ανάπτυξης
Τα παιδιά, από τη βρεφική έως την εφηβική ηλικία, συχνά εμφανίζουν μυοσκελετικούς τραυματισμούς ή παραμορφώσεις οι οποίοι απαιτούν φυσικοθεραπευτική παρέμβαση από εξειδικευμένο παιδιατρικό φυσικοθεραπευτή. Ένα κάταγμα μπορεί να χρήζει ειδικής αντιμετώπισης, ιδίως αν έχει προηγηθεί χειρουργική επέμβαση. Άλλοι μυοσκελετικοί τραυματισμοί που μπορεί να ταλαιπωρήσουν ένα παιδί είναι η ρήξη συνδέσμων, η υμενίτιδα και ο τραυματισμός του μηνίσκου.
Οι μυοσκελετικές παραμορφώσεις μπορεί να είναι είτε ιδιοπαθείς, είτε να προκύψουν από περιβαλλοντικές επιρροές, συνήθειες και συμπεριφορές. Μία συνηθισμένη μυοσκελετική παραμόρφωση στη βρεφική ηλικία είναι το ραιβόκρανο, δηλαδή η πλάγια κλήση του κεφαλιού προς τη μία πλευρά, με ταυτόχρονη στροφή προς την αντίθετη. Ένα μικρό ποσοστό βρεφών γεννιέται με αυτό (συγγενές ραιβόκρανο), ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό το αποκτά αργότερα (επίκτητο ραιβόκρανο). Το ραιβόκρανο μπορεί να οφείλεται στην μακρόχρονη παραμονή του κεφαλιού και του αυχένα σε μία συγκεκριμένη θέση κατά την κύηση ή στους πρώτους μήνες ζωής, με αποτέλεσμα τη βράχυνση και την αδυναμία ορισμένων μυών του αυχένα. Ο παιδιατρικός φυσικοθεραπευτής αντιμετωπίζει τα συμπτώματα εγκαίρως με ασκήσεις διάτασης και ενδυνάμωσης, μέσα από κατάλληλες θέσεις και με εκπαίδευση των γονέων για αντίστοιχη παρέμβαση στο σπίτι. Με τον τρόπο αυτό τα συμπτώματα υποχωρούν και αποφεύγεται η μονιμοποίηση του φαινομένου και η απόκτηση πλαγιοκεφαλίας.
Στην εφηβική ηλικία συχνά παρατηρείται η εμφάνιση σκολίωσης, δηλαδή πλάγια κλήση με ταυτόχρονη στροφή των σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης. Παρότι η σκολίωση μπορεί να συνοδεύει κάποια νευρολογική ή νευρομυϊκή πάθηση, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ιδιοπαθής και άγνωστης αιτιολογίας. Η σπονδυλική στήλη του παιδιού διαμορφώνεται σε σχήμα S ή C, αναλόγως με τις κλίσεις, και η σοβαρότητα είναι ανάλογη των μοιρών της απόκλισης. Σε μεγάλες μοίρες σκολίωσης προτείνεται η χρήση κηδεμόνα και σε ακόμα σοβαρότερες η χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο, σε μικρότερες μοίρες σκολίωσης ή στην πρώτη εμφάνισή της, η φυσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά μέσα από ασκήσεις ενδυνάμωσης και διάτασης αλλά και μέσα από την υιοθέτηση μιας πιο βοηθητικής στάσης σώματος.
Τέλος, άλλες μυοσκελετικές παραμορφώσεις μπορεί να επηρεάζουν τη βάδιση, όπως η δακτυλοβασία, δηλαδή, βάδιση στα δάχτυλα των ποδιών, χωρίς να έρχεται σε επαφή η φτέρνα με το έδαφος. Συχνά η έναρξη της βάδισης στη ζωή ενός παιδιού χαρακτηρίζεται από δακτυλοβασία, τυπικά όμως αυτό υποχωρεί με την ωρίμανση της βάδισης μέσα στους επόμενους μήνες. Στην περίπτωση που παρατηρείται δακτυλοβασία σε μεγαλύτερες ηλικίες, αν δεν συνυπάρχει με κάποια νευρολογική διαταραχή, είναι ιδιοπαθούς ή περιβαλλοντικής αιτιολογίας και αντιμετωπίζεται με φυσικοθεραπεία και ενδεχομένως με τη χρήση ορθωτικών βοηθημάτων.
Δακτυλοβασία
Πρόκειται για την κατάσταση στην οποία το παιδί βαδίζει πατώντας τα δάκτυλα των ποδιών στο έδαφος, ενώ διατηρεί τις φτέρνες στον αέρα (toe-walking/tip-toeing). Αρκετά παιδιά στους πρώτους μήνες της βάδισής τους μπορεί να εμφανίζουν το συγκεκριμένο πρότυπο βάδισης. Αυτό είναι κάτι που αναμένεται σταδιακά να υποχωρεί καθώς το παιδί αναπτύσσεται και η βάδιση ωριμάζει. Σε μερικές περιπτώσεις ωστόσο παιδιά που έχουν συμπληρώσει το 2-3 έτος ζωής ή και μεγαλύτερα εξακολουθούν να βαδίζουν πατώντας στα δάκτυλα των ποδιών. Τα παιδιά αυτά ονομάζονται και δακτυλοβάνωνες και απαιτείται να αξιολογηθούν από νευρολόγο ή παιδίατρο.
Η δακτυλοβασία μπορεί να είναι ιδιοπαθούς αιτιολογίας, δηλαδή να μην οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο και γνωστό αίτιο. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να έχει κάποιο νευρολογικό υπόβαθρο, νευρομυϊκό ή γενετικό. Δεν αποκλείεται επίσης η αιτία να είναι αισθητηριακής ή περιβαλλοντικής φύσης ή ακόμα και να υπάρχει εκ γενετής βράχυνση του αχίλλειου τένοντα. Η σοβαρότητα της κάθε πιθανής αιτιολογίας διαφέρει και για αυτό είναι σημαντικό να γίνεται έγκαιρη εκτίμηση από γιατρό, ο οποίος θα προβεί σε κατάλληλη αξιολόγηση και ενδεχομένως εξετάσεις ώστε να κατευθύνει την οικογένεια ανάλογα.
Η φυσικοθεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση, και διαμορφώνεται ανάλογα με την αιτιολογία. Στις περιπτώσεις με κάποιο νευρολογικό ή νευρομυικό υπόβαθρο η παρέμβαση είναι πολύπλευρη και μπορεί να βασίζεται στις διατάσεις, την ενδυνάμωση και την εκπαίδευση νέων κινητικών προτύπων. Αντίστοιχα, στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι σημαντικές οι έντονες διατάσεις και η εκμάθηση νέου κινητικού προτύπου, ενώ είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να γίνει χρήση ποδοκνημικού νάρθηκα ή ειδικά σχεδιασμένων παπουτσιών.
Είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση στις περιπτώσεις δακτυλοβασίας, αφού ο συγκεκριμένος τρόπος βάδισης αφενός πρόκειται μακροχρόνια να επιφέρει βράχυνση στους εμπλεκόμενους μύες και αλυσιδωτά επιβάρυνση στις υπερκείμενες αρθρώσεις (π.χ. γόνατο, ισχίο, σπονδυλική στήλη). Αφετέρου, ενδέχεται και συνυπάρχει με κάποια παθολογική κατάσταση ή οποία να χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης.
Ψυχοκινητική καθυστέρηση
Πρόκειται για την κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται έκπτωση στη νοητική λειτουργεία και ταυτόχρονα γενικευμένη καθυστέρηση στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, τα κινητικά ελλείμματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στην περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα και όχι σε κάποια αμιγώς κινητική βλάβη. Η αιτία της ψυχοκινητικής καθυστέρησης συχνά είναι αδιευκρίνιστη, εμφανίζεται ωστόσο εκ γενετής και μπορεί να συνυπάρχει με μυϊκή υποτονία και αδυναμία.
Η φυσικοθεραπεία στοχεύει στην κατάκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων κινητικών δεξιοτήτων μέσα από την επανάληψη. Ξεκινώντας από απλές κινητικές δραστηριότητες και με την αξιοποίηση του παιχνιδιού και των αισθητηριακών ερεθισμάτων (ήχοι, εικόνες κλπ), τα παιδιά με ψυχοκινητική καθυστέρηση καταφέρνουν, σταδιακά, να κατακτήσουν βασικές κινητικές δεξιότητες και αργότερα πιο σύνθετες, με τελικό στόχο τη μέγιστη δυνατή αυτονομία και την ασφάλειά τους σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Η εργοθεραπεία αναλαμβάνει την κατάκτηση της αυτονομίας του παιδιού, μέσα από την εκπαίδευση των δραστηριοτήτων καθημερινής ζωής στο σπίτι (π.χ. ένδυση, χρήση τουαλέτας) και εκτός σπιτιού (π.χ. βόλτα στη γειτονιά), την κατάκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και ενδεχομένως την ενίσχυση των γραφοκινητικών δεξιοτήτων. Η λογοθεραπεία ενισχύει την επικοινωνία (λεκτική και μη λεκτική) των παιδιών με ψυχοκινητική καθυστέρηση και παρέχει εφόδια για την ανάπτυξη γνωστικών και μαθησιακών ικανοτήτων.
Διαταραχές αισθητηριακής επεξεργασίας
Οι διαταραχές αισθητηριακής επεξεργασίας (Sensory Processing Disorders) αναφέρονται σε δυσλειτουργίες στην επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων από τον εγκέφαλο (American Psychiatric Association, 2013). Τα άτομα με αυτές τις διαταραχές μπορεί να αντιλαμβάνονται τα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους με υπερβολική ένταση, ελλιπώς ή και διαστρεβλωμένα. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να επηρεάζουν μία ή περισσότερες από τις πέντε βασικές αισθήσεις: την όραση, την ακοή, την αφή, τη γεύση και την όσφρηση, καθώς και το αιθουσαίο σύστημα (ισορροπία) και την ιδιοδεκτικότητα (αντίληψη της θέσης του σώματος στον χώρο (Crasta et al., 2020).
Τα άτομα με αισθητηριακές διαταραχές μπορεί να παρουσιάζουν υπερευαισθησία ή υποευαισθησία σε ορισμένα ερεθίσματα. Για παράδειγμα, κάποιος με υπερευαισθησία στην αφή μπορεί να νιώθει πόνο από το άγγιγμα ενός υφάσματος, ενώ κάποιος με υποευαισθησία μπορεί να επιζητά έντονες αισθήσεις, όπως δυνατή πίεση. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να συνυπάρχουν με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός και η ΔΕΠ-Υ, αλλά μπορούν επίσης να εμφανιστούν ανεξάρτητα (Belsky, 2024).
Η αιτία των αισθητηριακών διαταραχών δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά φαίνεται να σχετίζεται με διαφορές στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η διάγνωση γίνεται μέσω κλινικής αξιολόγησης από ειδικούς, όπως εργοθεραπευτές, οι οποίοι εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο το άτομο ανταποκρίνεται σε διάφορα αισθητηριακά ερεθίσματα. Η θεραπεία εστιάζει στην αποκατάσταση της ισορροπίας στην επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων μέσω εξατομικευμένων παρεμβάσεων, όπως εργοθεραπεία και ειδικά προγράμματα αισθητηριακής ολοκλήρωσης. Αυτές οι παρεμβάσεις βοηθούν το άτομο να αναπτύξει στρατηγικές διαχείρισης και να βελτιώσει την καθημερινή του λειτουργικότητα και ποιότητα ζωής.
Δυσπραξία
Η δυσπραξία (Dyspraxia), επίσης γνωστή ως αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού (Developmental Coordination Disorder – DCD), είναι μια νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να σχεδιάζει και να εκτελεί κινητικές δεξιότητες (American Psychiatric Association, 2013) .Τα άτομα με δυσπραξία δυσκολεύονται να συντονίσουν τις κινήσεις τους με ακρίβεια, κάτι που μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή τους λειτουργικότητα και δραστηριότητες, όπως το ντύσιμο, το γράψιμο, η χρήση εργαλείων και η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες.
Η δυσπραξία συχνά αναγνωρίζεται στην παιδική ηλικία, όταν τα παιδιά μπορεί να εμφανίζουν καθυστέρηση στην επίτευξη κινητικών ορόσημων, όπως το περπάτημα ή η χρήση των χεριών για λεπτές κινήσεις. Τα παιδιά με δυσπραξία μπορεί επίσης να δείχνουν αδεξιότητα, να δυσκολεύονται να πιάσουν και να κρατήσουν αντικείμενα ή να παρουσιάζουν δυσκολίες στην ισορροπία και στον προσανατολισμό στον χώρο. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και κοινωνική απομόνωση, καθώς τα παιδιά συχνά αποφεύγουν δραστηριότητες που απαιτούν κινητική δεξιότητα (CanChild, 2024).
Η αιτιολογία της δυσπραξίας δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά πιστεύεται ότι σχετίζεται με διαταραχές στην ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η διάγνωση γίνεται μέσω κλινικής αξιολόγησης, η οποία περιλαμβάνει την παρατήρηση της κινητικής ανάπτυξης και της λειτουργικότητας του ατόμου.Η θεραπεία για τη δυσπραξία περιλαμβάνει εργοθεραπεία και φυσικοθεραπεία, με στόχο τη βελτίωση της κινητικής δεξιότητας και του συντονισμού. Εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και υποστήριξης βοηθούν τα άτομα να αναπτύξουν στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις τους και να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους.
Μαθησιακές δυσκολίες
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι μια ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών που επηρεάζουν την ικανότητα ενός ατόμου να επεξεργάζεται πληροφορίες, να μαθαίνει νέες δεξιότητες και να αποδίδει ακαδημαϊκά. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να εκδηλωθούν σε διάφορους τομείς, όπως η ανάγνωση (δυσλεξία), η γραφή (δυσγραφία) και τα μαθηματικά (δυσαριθμησία). Παρά τις προσπάθειες και την κανονική ή και υψηλή νοημοσύνη, τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να δυσκολεύονται να αποδώσουν στο σχολείο.
Η δυσλεξία είναι η πιο κοινή μορφή μαθησιακής δυσκολίας και επηρεάζει την ικανότητα ανάγνωσης και κατανόησης κειμένου. Τα παιδιά με δυσλεξία συχνά μπερδεύουν γράμματα και λέξεις, διαβάζουν αργά και αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ορθογραφία. Η δυσγραφία επηρεάζει την ικανότητα γραφής, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυσκολίες στην ορθογραφία, τη γραμματική και τη δομή των προτάσεων. Η δυσαριθμησία αφορά τις δυσκολίες στην κατανόηση και επεξεργασία αριθμών, γεγονός που επηρεάζει τις μαθηματικές δεξιότητες (Lerner & Kline, 2011).
Η αιτία των μαθησιακών δυσκολιών είναι συχνά γενετική και συνδέεται με διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου. Ωστόσο, περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η έκθεση σε τοξικές ουσίες κατά την εγκυμοσύνη ή προβλήματα στην πρώιμη ανάπτυξη, μπορούν επίσης να επηρεάσουν την εμφάνιση αυτών των δυσκολιών. Η διάγνωση γίνεται συνήθως μέσω ψυχολογικής αξιολόγησης και εκπαιδευτικών δοκιμασιών, που βοηθούν στην αναγνώριση των συγκεκριμένων περιοχών δυσκολίας (NIH, 2018). Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει εξειδικευμένη εκπαιδευτική υποστήριξη και παρεμβάσεις, όπως η λογοθεραπεία και η εργοθεραπεία, προσαρμοσμένες στις ατομικές ανάγκες του παιδιού. Με την κατάλληλη υποστήριξη, τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές για να διαχειριστούν τις προκλήσεις τους και να επιτύχουν ακαδημαϊκά και επαγγελματικά.
Νοητική αναπηρία / νοητική αναπτυξιακή αδυναμία
Η νοητική αναπηρία είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σημαντικούς περιορισμούς στη νοητική λειτουργία και στις προσαρμοστικές δεξιότητες. Τα άτομα με νοητική αναπηρία αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση, τη μάθηση και την επίλυση προβλημάτων, καθώς και στην προσαρμογή στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής. Αυτές οι δυσκολίες συνήθως γίνονται εμφανείς στην παιδική ηλικία και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής (American Psychiatric Association, 2013).
Η νοητική αναπηρία μπορεί να ποικίλλει σε σοβαρότητα, από ήπια έως σοβαρή, και οι επιπτώσεις της διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Στην ήπια μορφή της, ένα άτομο μπορεί να αναπτύξει βασικές δεξιότητες με την κατάλληλη υποστήριξη και να ζήσει σχετικά αυτόνομα. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, οι περιορισμοί είναι πιο έντονοι και απαιτούν συνεχή φροντίδα και υποστήριξη.
Η αιτιολογία της νοητικής αναπηρίας μπορεί να περιλαμβάνει γενετικούς παράγοντες, όπως το σύνδρομο Down, περιγεννητικούς παράγοντες, όπως η έλλειψη οξυγόνου κατά τον τοκετό, ή περιβαλλοντικούς παράγοντες. Συχνά, η αιτία είναι πολυπαραγοντική και δεν μπορεί πάντα να προσδιοριστεί. Η διάγνωση της νοητικής αναπηρίας βασίζεται σε ψυχολογικές αξιολογήσεις που μετρούν τη νοητική ικανότητα και τις προσαρμοστικές δεξιότητες. Η θεραπεία και η υποστήριξη περιλαμβάνουν εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, εργοθεραπεία, λογοθεραπεία και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, με στόχο τη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής.