Η έγχυση Αλλαντικής Τοξίνης (BOTOX) αποτελεί μία από τις συνηθέστερες μορφές παρέμβασης σε παιδιά με αυξημένο μυϊκό τόνο (σπαστικότητα), όπως συμβαίνει συχνά στην Εγκεφαλική Παράλυση και αφορά κυρίως παιδιά μεγαλύτερα των 2 ετών.
Πρόκειται για μία τοξίνη, η οποία απομονώνεται με ασφαλή τρόπο στο εργαστήριο και έχει την ιδιότητα να δρα θεραπευτικά, μειώνοντας τον μυϊκό τόνο και χαλαρώνοντας παροδικά τους μύες στους οποίους επιδρά.
Η έγχυση γίνεται από εξειδικευμένο γιατρό με την καθοδήγηση ηλεκτρομυογραφήματος ή υπερήχου, εντοπίζεται ο μυς στον οποίο απαιτείται παρέμβαση και ενδομυϊκά εκχύνεται η τοξίνη, μπλοκάροντας το σημείο σύνδεσης τους μυός με το κινητικό νεύρο. Με αυτό τον τρόπο προκαλείται μία προσωρινή παράλυση στον μυ, ο οποίος χαλαρώνει για το επόμενο διάστημα. Η δράση της αλλαντικής τοξίνης αρχίζει να γίνεται φανερή λίγες μέρες μετά την έγχυση και διαρκεί περίπου 3-6 μήνες.
Το χρονικό διάστημα της δράσης του BOTOX είναι η ιδανική περίοδος για εντατική φυσικοθεραπευτική παρέμβαση. Η χαλάρωση των μυών αλλάζει τα μυοσκελετικά δεδομένα για το παιδί και έτσι ο παιδιατρικός φυσικοθεραπευτής μπορεί να κατευθύνει το παιδί στην κατάκτηση νέων κινητικών προτύπων. Με τη συστηματική εκπαίδευση, την ενδυνάμωση των σωστών μυών και την καθοδήγηση του φυσικοθεραπευτή το παιδί μπορεί να επιτύχει σημαντικές αλλαγές στις κινητικές λειτουργίες με στόχο αυτές να διατηρηθούν και μετά το πέρας της επίδρασης του BOTOX.
Ουσιαστικά, η έγχυση αλλαντικής τοξίνης δίνει τη δυνατότητα στο παιδί και στον φυσικοθεραπευτή να δουλέψουν για ένα διάστημα χωρίς το εμπόδιο του αυξημένου μυϊκού τόνου. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως θα πρέπει ο φυσικοθεραπευτής να αξιοποιήσει στο μέγιστο την περίοδο δράσης τους BOTOX και να παρέχει έντονη και συστηματική φυσικοθεραπεία, αφού η έγχυση από μόνη της δεν αρκεί ώστε να γενικευτούν και να μονιμοποιηθούν τα αποτελέσματα που κατακτήθηκαν.