Η δημοσίευση της Διεθνούς Ταξινόμησης της Λειτουργικότητας, της Αναπηρίας και της Υγείας (ICF – International Classification of Functioning) από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) αναδιαμόρφωσε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την αναπηρία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε κλινικό επίπεδο.
Η ICF ανέδειξε την αναγκαιότητα μιας ολιστικής προσέγγισης του ατόμου με αναπηρία, η οποία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην αποκατάσταση της βλάβης, αλλά λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον, τους προσωπικούς παράγοντες και τις ευρύτερες κοινωνικές παραμέτρους που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «Συμμετοχής» απέκτησε κεντρικό ρόλο. Η Συμμετοχή, η οποία ορίζεται ως η εμπλοκή σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής με νόημα για το άτομο, και αναγνωρίζεται πλέον όχι μόνο ως καθοριστικός δείκτης της υγείας και της ποιότητας ζωής, αλλά και ως βασικός θεραπευτικός στόχος και αναπόσπαστο ανθρώπινο δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία.
Ως εκ τούτου, η θεραπευτική παρέμβαση βασισμένη στη Συμμετοχή συνιστά μια πολυδιάστατη και σύνθετη διαδικασία, στην οποία επιχειρείται η συστηματική αναγνώριση όλων των παραγόντων – τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στο περιβάλλον του – οι οποίοι είτε παρεμποδίζουν είτε ενισχύουν τη δυνατότητά του να συμμετέχει σε δραστηριότητες που έχει επιλέξει. Στη συνέχεια, η θεραπευτική ομάδα καλείται να εντοπίσει και να εφαρμόσει τις καταλληλότερες στρατηγικές, ώστε είτε να μειώσει ή να υπερβεί τα εμπόδια, είτε να αξιοποιήσει τους ενισχυτικούς παράγοντες. Στόχος παραμένει πάντοτε η συμμετοχή του παιδιού σε δραστηριότητες που έχουν προσωπικό νόημα για το ίδιο και την οικογένειά του, ενισχύοντας την αυτονομία και την ποιότητα ζωής του.
Η ιδιαιτερότητα και το σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της παρέμβασης έγκειται στο γεγονός ότι εστιάζει σε δραστηριότητες οι οποίες επιλέγονται από το ίδιο το παιδί και την οικογένειά του. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η παρέμβαση ανταποκρίνεται στις πραγματικές και εξατομικευμένες ανάγκες του παιδιού. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή δεν περιορίζεται στην παρέμβαση επί των σωματικών δομών και λειτουργιών με στόχο την αλλαγή του ατόμου, αλλά επεκτείνεται στην εξέταση και τροποποίηση άλλων παραμέτρων, όπως το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, τα χαρακτηριστικά της ίδιας της δραστηριότητας, οι σχέσεις με τους ανθρώπους και οι πεποιθήσεις που σχετίζονται με αυτή. Οι παράμετροι αυτοί συχνά αποδεικνύονται πιο εύκολα τροποποιήσιμοι και ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στη διευκόλυνση της συμμετοχής.