Από τον Ρήγα Δημακόπουλο
Πώς μπορούμε να δώσουμε στα παιδιά – με ή χωρίς αναπηρία – τον χώρο να παίξουν ελεύθερα;
Γιατί το ελεύθερο παιχνίδι είναι τόσο σημαντικό;
Το παιχνίδι για τα παιδιά δεν είναι απλώς ένας τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας στον, πλέον περιορισμένο, ελεύθερο χρόνο τους, αλλά και ένα εξαιρετικό μέσο μάθησης και ανάπτυξης σωματικών, πνευματικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Μέσα από το συνεχές και έντονο παιχνίδι, ο εγκέφαλος των παιδιών διαμορφώνεται, δημιουργώντας νέες συνάψεις και ενεργοποιώντας νέα νευρωνικά κυκλώματα. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά κατακτούν σταδιακά δεξιότητες που είναι καθοριστικές για την εξέλιξη και την πορεία της ζωής τους.
Για παράδειγμα, ένα μικρό παιδί, μέσα από το παιχνίδι, θα ανακαλύψει τρόπους να μετακινείται μπουσουλώντας, να στηρίζεται στα έπιπλα για να σηκωθεί όρθιο και να κάνει τα πρώτα του βήματα, εξερευνώντας έτσι το περιβάλλον και κατανοώντας πώς αυτό λειτουργεί. Θα μάθει πώς να ανοίγει ένα ντουλάπι ή ένα συρτάρι, πώς να διαχειρίζεται αντικείμενα διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, καθώς και πώς να φτάνει όσα βρίσκονται πιο ψηλά. Αυτή η διαδικασία συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη τόσο της αδρής όσο και της λεπτής κινητικότητας, βελτιώνοντας τον συντονισμό και την αυτονομία του παιδιού.
Σώμα, νους και συναίσθημα.
Σε μεγαλύτερες ηλικίες, μέσα από το ελεύθερο παιχνίδι με άλλα παιδιά, μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, όπως τη ματαίωση της αποτυχίας, τη χαρά της επιτυχίας και τη θλίψη της ήττας. Παράλληλα, αναπτύσσουν την ικανότητα να ερμηνεύουν και να κατανοούν τα συναισθήματα των άλλων. Μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους, μαθαίνουν να ακολουθούν κανόνες, να επιλύουν διαφωνίες, να παίζουν δίκαια και να διαχειρίζονται μικροτραυματισμούς, διαμορφώνοντας έτσι τη συμμετοχή τους σε μια ομάδα και ενισχύοντας τις κοινωνικές τους δεξιότητες.
Όλες αυτές οι απαραίτητες σωματικές, συναισθηματικές, πνευματικές και γνωστικές δεξιότητες αναπτύσσονται ιδανικά μέσα από το παιχνίδι, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ή μορφή εκπαίδευσης. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο βασικούς λόγους: πρώτον, το παιχνίδι είναι μια αυθόρμητη και ευχάριστη ενασχόληση για τα παιδιά, και δεύτερον, αποτελεί μια ενεργητική, βιωματική εμπειρία. Η ευχαρίστηση και η απουσία άγχους είναι πλέον τεκμηριωμένα βασικοί παράγοντες που ενισχύουν τη μάθηση, καθώς όσο πιο απολαυστική είναι μια δραστηριότητα, τόσο πιο εύκολα και φυσικά την αφομοιώνουμε. Παράλληλα, η ενεργητική ενασχόληση με μια δραστηριότητα είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την παθητική διδασκαλία, καθώς η εμπειρία και η δοκιμή οδηγούν σε ουσιαστικότερη κατανόηση. Με άλλα λόγια, για να μάθει ένα παιδί κάτι, είναι προτιμότερο να το δοκιμάσει στην πράξη, παρά απλώς να το ακούσει ή να το διαβάσει.
Η σημασία του ριψοκίνδυνου παιχνιδιού.
Τα τελευταία χρόνια, τονίζεται όλο και περισσότερο η αξία και του ριψοκίνδυνου παιχνιδιού, δηλαδή του παιχνιδιού που περιλαμβάνει ελεγχόμενο κίνδυνο και αβεβαιότητα. Τα παιδιά έχουν φυσική τάση να αναζητούν συναρπαστικές και ελαφρώς ριψοκίνδυνες εμπειρίες, καθώς μέσα από αυτές μαθαίνουν να διαχειρίζονται τον φόβο τους και να αναπτύσσουν θάρρος. Αντίθετα, πολλοί γονείς προσπαθούν να αποτρέψουν τα παιδιά τους από τέτοιες δραστηριότητες, φοβούμενοι την πιθανότητα τραυματισμού. Ωστόσο, το ριψοκίνδυνο παιχνίδι, σε ένα ασφαλές πλαίσιο, είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης και της ψυχραιμίας. Όσο περισσότερο ένα παιδί εκτίθεται σε ελεγχόμενες προκλήσεις, τόσο καλύτερα μαθαίνει να τις αντιμετωπίζει με σιγουριά. Οι ειδικοί πλέον συνιστούν στους γονείς να ενθαρρύνουν τέτοιου είδους παιχνίδι, διαμορφώνοντας ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον ή, εναλλακτικά, επιτρέποντας στα παιδιά τους να εξερευνούν ελεύθερα, διατηρώντας μια διακριτική αλλά προστατευτική απόσταση.
Το παιχνίδι στα παιδιά με αναπηρία.
Τα παιδιά με αναπηρία έχουν σημαντικά λιγότερες ευκαιρίες για ελεύθερο – και ιδιαίτερα για ριψοκίνδυνο – παιχνίδι σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους χωρίς αναπηρία. Παράλληλα, οι ευκαιρίες τους για παιχνίδι, ακόμη και με τους ίδιους τους γονείς ή άτομα του πολύ στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, είναι επίσης περιορισμένες.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο βασικούς λόγους: Αφενός, απουσιάζουν οι κατάλληλες συνθήκες που θα επέτρεπαν σε αυτά τα παιδιά να παίξουν – είτε αυτό αφορά προσβάσιμους και κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους, εξοπλισμό, υλικά ή προσαρμοσμένα παιχνίδια.
Αφετέρου, πολύ συχνά τα παιδιά με αναπηρία αποκλείονται από το παιχνίδι λόγω παγιωμένων κοινωνικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων. Τέτοιες στάσεις εκφράζονται όχι μόνο από τους γονείς άλλων παιδιών ή άλλα συνομήλικα παιδιά, αλλά ενίοτε και από τους ίδιους τους γονείς τους, από φίλους, συγγενείς ή ακόμα και από πρόσωπα με σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, όπως δάσκαλοι και προπονητές.
Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά με αναπηρία συχνά βασίζονται σε δικές τους πρωτοβουλίες για να βρουν τρόπους να παίξουν — είτε μόνα τους, είτε με παιχνίδια που δεν απαιτούν ιδιαίτερες κινητικές δεξιότητες. Άλλοτε υιοθετούν διαφοροποιημένους ρόλους μέσα σε ήδη διαμορφωμένα παιχνίδια, προσαρμόζοντας τις συνθήκες στις δυνατότητές τους. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, επιλέγουν – ή αναγκάζονται – να μην συμμετέχουν καθόλου στο παιχνίδι.
Η απουσία ισότιμων ευκαιριών για συμμετοχή στο παιχνίδι δημιουργεί συναισθήματα μοναξιάς, περιθωριοποίησης και μειωμένης αυτοεκτίμησης, περιορίζοντας όχι μόνο τη χαρά του παιχνιδιού αλλά και την πολύτιμη κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη που αυτό προσφέρει.
Τι μπορούμε να κάνουμε ως ενήλικες.
Καθώς γίνεται ολοένα και πιο σαφής η δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με αναπηρία στη συμμετοχή τους στο ελεύθερο – και ιδιαίτερα στο ριψοκίνδυνο – παιχνίδι, αλλά και η αδιαμφισβήτητη σημασία του παιχνιδιού στην καθημερινότητά τους, καθίσταται απαραίτητο όλοι όσοι βρίσκονται κοντά στο παιδί να συμβάλουν ενεργά. Η προσπάθεια τόσο των ειδικών επαγγελματιών που ασχολούνται με την αναπηρία, όσο και των κοντινών ανθρώπων του παιδιού – και κυρίως των γονιών – θα πρέπει να προσανατολίζεται προς τις εξής κατευθύνσεις:
- Δημιουργήστε τις κατάλληλες συνθήκες για να ενισχύσετε την ενεργητική συμμετοχή του παιδιού στο παιχνίδι. Ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις ικανότητές του, αυτό μπορεί να σημαίνει: την επιλογή παιχνιδιού που του ταιριάζει, την προσαρμογή κάποιου παιχνιδιού ή των κανόνων, τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού (παιχνίδι, χώρος) και την επιλογή των κατάλληλων ανθρώπων που θα συμμετέχουν στο παιχνίδι μαζί του. Όταν το περιβάλλον προσαρμόζεται, η εμπλοκή του παιδιού γίνεται πιο φυσική και ουσιαστική.
- Δώστε στο παιδί το δικαίωμα επιλογής – τόσο ως προς το παιχνίδι όσο και ως προς τον τρόπο που θέλει να συμμετέχει. Ρωτήστε το τι θέλει να παίξει, τι του αρέσει, με ποιον τρόπο νιώθει όμορφα να συμμετέχει και με ποιους θα ήθελε να μοιραστεί το παιχνίδι. Η συμμετοχή γίνεται πιο ουσιαστική όταν βασίζεται στη δική του επιθυμία και πρωτοβουλία.
- Δώστε χρόνο στο παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού – ειδικά όταν συμμετέχετε κι εσείς – και μην επιμένετε σε έναν «σωστό» τρόπο παιχνιδιού. Μην πέφτετε στην παγίδα να αναπαράγετε τον τρόπο που εσείς μάθατε να παίζετε, θεωρώντας τον ως τον μοναδικό. Δώστε χώρο και ευκαιρία τόσο στο παιδί όσο και στον εαυτό σας να εξερευνήσετε νέους, διαφορετικούς ή εναλλακτικούς τρόπους παιχνιδιού, πέρα από το «γνωστό». Θα εκπλαγείτε με το πόσο δημιουργικοί μπορείτε να γίνετε – εσείς και τα παιδιά σας!
- Αποφύγετε τη συνεχή καθοδήγηση και τις διορθώσεις. Ορίστε ένα γενικό πλαίσιο για το παιχνίδι και δώστε στα παιδιά τον χώρο να το απολαύσουν ελεύθερα.
- Στήστε παιχνίδια που δίνουν σε όλους την ίδια ευκαιρία να συμμετέχουν – είτε έχουν αναπηρία είτε όχι. Εξηγήστε τυχόν ιδιαίτερα σημεία, αλλά αφήστε το παιχνίδι να κυλήσει φυσικά. Έτσι τα παιδιά νιώθουν ισότιμα και δυνατά μέσα από τη συμμετοχή τους, όχι από την “εύκολη νίκη”.
- Δώστε έμφαση, από την αρχή, στη χαρά της συμμετοχής και όχι στη νίκη ως αυτοσκοπό. Ακόμη καλύτερα, προτιμήστε παιχνίδια χωρίς ανταγωνιστικό χαρακτήρα, όπου δεν υπάρχει “νικητής”, αλλά όλοι κερδίζουν μέσα από τη συνεργασία και τη διασκέδαση.
- Ενημερώστε τους γύρω σας για την αξία του παιχνιδιού για όλα τα παιδιά και αναζητήστε εκείνους που θα συμβάλουν στην επίτευξη μιας ισότιμης ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Το παιχνίδι ανήκει σε όλα τα παιδιά. Είναι δικαίωμα, ανάγκη και εργαλείο ανάπτυξης. Ως ενήλικες, έχουμε τη δύναμη να δημιουργήσουμε τον χώρο και τις συνθήκες που το καθιστούν προσβάσιμο, ουσιαστικό και απολαυστικό για όλους.
Βιβλιογραφία:
-
Graham, N., Nye, C., Mandy, A., Clarke, C., & Morriss-Roberts, C. (2018). The meaning of play for children and young people with physical disabilities: A systematic thematic synthesis. Child: care, health and development, 44(2), 173–182.
-
Nowogrodzki, J. (2025). Why kids need to take more risks: Science reveals the benefits of wild, free play. Nature, 637(8045), 266–268.
-
Haidt, J. (2024). Η γενιά του άγχους: Πώς η απορρύθμιση της παιδικής ηλικίας συνδέεται με την επιδημία ψυχικών νόσων (Μετ. άγνωστος). Αθήνα: Εκδόσεις Παπασωτηρίου.
Αν βρήκατε το άρθρο χρήσιμο, μοιραστείτε το με γονείς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματίες υγείας. Η αλλαγή ξεκινά από μικρές πράξεις φροντίδας.
Ο Ρήγας Δημακόπουλος είναι παιδιατρικός φυσικοθεραπευτής, δημιουργός και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Ανάπτυξης Λειτουργικών Δεξιοτήτων Παιδιού “Motivaction” στην Αθήνα, καθώς και ακαδημαϊκός υπότροφος του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ).
Επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της διαχείρισης του παιδιού με αναπηρία και της οικογένειάς του, τόσο σε σωματικό – θεραπευτικό επίπεδο όσο και σε ψυχοκοινωνικό, με ιδιαίτερη έμφαση στη «Συμμετοχή».
Για επικοινωνία με τον Ρήγα Δημακόπουλο, μπορείτε να απευθυνθείτε στο rigasd@yahoo.com, στο info@motivaction.gr ή τηλεφωνικά στο +30 210 2831617.